θαλάσσιος

θαλάσσιος
α, ο [ος и ία , ον] см. θαλασσινός 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θαλάσσιος" в других словарях:

  • θαλάσσιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιος — α, ο αυτός που έχει σχέση με τη θάλασσα: Θαλάσσια αύρα. – Θαλάσσιες συγκοινωνίες. – Θαλάσσιος πλούτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλάσσιος ελέφας — Βλ. λ. ελέφαντας, θαλάσσιος …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιος λέων — Βλ. λ. λιοντάρι της θάλασσας …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας, θαλάσσιος — Πτερυγόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές και έχει μήκος 6 7 μ. στο αρσενικό και περίπου 4 μ. στο θηλυκό. Το βάρος του φτάνει τους 3 και 1,5 τόνους αντίστοιχα. Η αξιοσημείωτη… …   Dictionary of Greek

  • θαλάττιον — θαλάσσιος of masc acc sg (attic) θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg (attic) θαλάσσιος of masc/fem acc sg (attic) θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαττίων — θαλάσσιος of fem gen pl (attic) θαλάσσιος of masc/neut gen pl (attic) θαλάσσιος of masc/fem/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσιδίων — θαλάσσιος of fem gen pl θαλάσσιος of masc/neut gen pl θαλασσίδιος fem gen pl θαλασσίδιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσίδιον — θαλάσσιος of masc acc sg θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg θαλασσίδιος masc acc sg θαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσίων — θαλάσσιος of fem gen pl θαλάσσιος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»